- σιδηροηλεκτρικός
- -ή, -ό, Νφυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηροηλεκτρισμό («σιδηροηλεκτρικά υλικά» — υλικά, όπως είναι λ.χ. το τιτανικό βάριο, που αποτελούνται από κρυστάλλους τών οποίων οι δομικές μονάδες είναι μικροσκοπικά ηλεκτρικά δίπολα).
Dictionary of Greek. 2013.